- καταλυτήριον
- καταλυτήριον, τὸ (Α) [καταλυτήρ]κατάλυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλυτήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυτηρίῳ — καταλυτήριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυτήρια — καταλυτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)